- εύτακτος
- -η, -ο (ΑΜ εὔτακτος, -ον)1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικόςμσν.-αρχ.1. ο ταιριαστός2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο3. πειθαρχικός, τακτικόςαρχ.(για στρατό) αυτός που βρίσκεται σε τάξη μάχης, ο παρατεταγμένος.επίρρ...ευτάκτως και εύτακτα (ΑΜ εὐτάκτως)με τρόπο εύτακτο, σε τάξηνεοελλ.-μσν.με σεμνότητα, με σεβασμόαρχ.1. (για στρατό) σε τάξη2. (για πληρωμές) κανονικά3. πρόθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακτός (< τάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.